Η βήρυλλος (αγγλ. beryl) είναι πυριτικό ορυκτό του βηρυλλίου, του οποίου αποτελεί ένα από τα κυριότερα μεταλλεύματα. Το όνομα προέρχεται από την αρχαία λέξη βηρυλλος, αγνώστου ετυμολογίας, με την οποία αναφέρονταν ημιπολύτιμοι λίθοι γαλαζοπράσινου χρώματος κατά την αρχαιότητα.
Εμφανίζεται σε κρυστάλλους υπό μορφήν εξαγωνικών πρισμάτων, συχνά με ανάγλυφο (κατακόρυφες ραβδώσεις) στις παράπλευρες έδρες. Αναφέρεται (χωρίς σαφή επιβεβαίωση) ότι ο μεγαλύτερος κρύσταλλος που ανευρέθη είχε μήκος 18 μέτρων (Μαδαγασκάρη). Απαντά σε γρανίτες, γρανιτικούς πηγματίτες, σε ρυολιθικές κοιλότητες αλλά και σε υψηλής θερμοκρασίας υδροθερμικές φλέβες. Επίσης σε μαρμαρυγιακούς σχιστολίθους και νεφελινικούς συηνίτες.
Συνδέεται με τουρμαλίνη, μαρμαρυγίες, ασβεστίτη, χαλαζία και αστρίους. Η κοινή βήρυλλος αποτελεί μετάλλευμα βηρυλλίου. Οι διαφανείς παραλλαγές της, όμως, είναι σημαντικοί πολύτιμοι λίθοι:
Σμάραγδος (κοιν. σμαράγδι): Διαφανής, βαθυπράσινη παραλλαγή, της οποίας το χρώμα αποδίδεται σε προσμίξεις χρωμίου.
Είναι ένας από τους ακριβότερους πολύτιμους λίθους, χρησιμοποιούμενος ευρύτατα στην κοσμηματοποιία. Πολλές φορές οι κρύσταλλοί της περιέχουν εγκλείσματα θραυσμάτων άλλων ορυκτών, που δεν μειώνουν την αξία τους, αντίθετα διευκολύνουν την διάκριση του τεχνητού από τον φυσικό πολύτιμο λίθο. Παλαιότερα συγχεόταν με το περίδοτο, κυρίως λόγω του παρόμοιου χρώματος, από το οποίο διακρίνεται χάρη στην υψηλότερη σκληρότητά του.
Είναι ένας από τους ακριβότερους πολύτιμους λίθους, χρησιμοποιούμενος ευρύτατα στην κοσμηματοποιία. Πολλές φορές οι κρύσταλλοί της περιέχουν εγκλείσματα θραυσμάτων άλλων ορυκτών, που δεν μειώνουν την αξία τους, αντίθετα διευκολύνουν την διάκριση του τεχνητού από τον φυσικό πολύτιμο λίθο. Παλαιότερα συγχεόταν με το περίδοτο, κυρίως λόγω του παρόμοιου χρώματος, από το οποίο διακρίνεται χάρη στην υψηλότερη σκληρότητά του.
Ακουαμαρίνα: Η γαλαζοπράσινη παραλλαγή της βηρύλλου. Αν και δεν είναι τόσο ακριβή όσο το σμαράγδι, χρησιμοποιείται, ως πολύτιμος λίθος, στην κοσμηματοποιία. Το χρώμα της αποδίδεται στην ύπαρξη μικρών ποσοτήτων Fe+2 και το όνομά της σημαίνει "θαλασσινό νερό", λόγω του χρώματός της.
Ηλιόδωρο: Παραλλαγή της βηρύλλου με χρυσοκίτρινο χρώμα, στο οποίο οφείλει και το όνομά της, η οποία εμφανίζει κυανή φωταύγεια όταν φωτιστεί με υπεριώδη ακτινοβολία.
Μοργκανίτης: Η ρόδινη παραλλαγή, της οποίας το χρώμα αποδίδεται σε ίχνη Mn+2.
Γκοσενίτης: Η διαφανής, άχρωμη παραλλαγή της βηρύλλου. Πρωτοβρέθηκε στην περιοχή Γκόσεν (Goshen) της Μασαχουσέτης (ΗΠΑ), απ' όπου και το όνομά του.
Ερυθρά βήρυλλος: Ιδιαίτερα σπάνια παραλλαγή, ανευρισκόμενη στην πολιτεία Γιούτα των ΗΠΑ.
Η βήρυλλος (και ιδίως οι πολύτιμες παραλλαγές της) μπορεί να παρασκευασθεί συνθετικά με πρώτες ύλες χαλαζία (SiO2), αλουμίνα (Al2O3) και ανθρακικό βηρύλλιο (BeCO3), σε υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις υπό υδροθερμικές συνθήκες.
Ανευρίσκεται στην Κολομβία και σε αρκετές περιοχές της Αφρικής (σμαράγδι). Οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι έχουν βρεθεί στην περιοχή Malakialina της Μαδαγασκάρης Η ακουαμαρίνα ανευρίσκεται στο Πακιστάν, στο Αφγανιστάν, στην Βραζιλία (πολλές περιοχές, κυρίως στο Minas Gerais) και στην Ρωσία (Ουράλια όρη και Σιβηρία). Η ερυθρά βήρυλλος ανευρίσκεται στα όρη Wah Wah της Γιούτα.
Κατηγορία Κυκλοπυριτικά Χημικός τύπος Be3Al2Si6O18 Πυκνότητα 2,8 gr/cm3 Χρώμα Γαλαζοπράσινο, πράσινο, κίτρινο, λευκό, ανοικτό ερυθρό, καστανό Σύστημα κρυστάλλωσης Εξαγωνικό Κρύσταλλοι Πρισματικοί ή τραπεζοειδείς, συχνά πυραμιδοειδούς απολήξεως Υφή Κοκκώδης ή συμπαγής, ενίοτε ακτινική ή στηλοειδής Διδυμία Σπάνια Σκληρότητα 7,5 - 8 Σχισμός Ατελής {0001} Θραύση Κογχοειδής έως ανώμαλη Λάμψη Υαλώδης, κηρώδης, λιπαρή Γραμμή κόνεως Λευκή Πλεοχρωισμός Ασθενής, άχρους, γαλαζωπός, κιτρινέρυθρος Διαφάνεια Αδιαφανής έως διαφανής (πολύτιμες παραλλαγές)
Πηγή: wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου